- μονόωρος
- -η, -ο (Α μονόωρος, -ον)αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια μίας ώρας, αυτός που διαρκεί μία ώρα («η χημεία είναι μονόωρο μάθημα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ωρος(< ὥρα), πρβλ. ολιγό-ωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονόωρος — within the space of one hour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόωρον — μονόωρος within the space of one hour masc/fem acc sg μονόωρος within the space of one hour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοώρους — μονόωρος within the space of one hour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)